Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λευκὸν φλέγμα

См. также в других словарях:

  • φλέγμα — το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν νεοελλ. 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι 2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια μσν. αρχ. ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα… …   Dictionary of Greek

  • λευκοφλέγματος — λευκοφλέγματος, ον (Α) λευκοφλεγματίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. λευκόν φλέγμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»